-
1 περιπεμφθέντες
περιπέμπωsend round: aor part pass masc nom /voc pl -
2 περι-πέμπω
περι-πέμπω, herum, aller Orten umherschicken; Her. 8, 7; οἱ περιπεμφϑέντες, 1, 48; περιεπέμψαντο, Thuc. 4, 96; Plut. u. a. Sp.
-
3 περιπεμπω
посылать вокруг, отправлять в обход(διηκοσίας νέας Her.; δύο τέλη τῶν ἱππέων Thuc.)
οἱ περιπεμφθέντες Her. — посланцы, гонцы -
4 περιπέμπω
A send round from one place to another,[νέας] π. ἔξωθεν Σκιάθου Hdt.8.7
;δύο τέλη τῶν ἱππέων Th.4.86
;αἱ νῆες.. αἱ ἐς τὸν λιμένα περιπεμφθεῖσαι Id.5.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιπέμπω
См. также в других словарях:
περιπεμφθέντες — περιπέμπω send round aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)